- καταβολεύς
- καταβολ-εύς, έως, ὁ,A founder, Sch.Pi.O.3.1.II one who pays, Gloss.III in pl., officers who collect payments due to the state, IG5(2).357.9 (Stymphalus, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταβολεύς — καταβολεύς, έως, ὁ (Α) 1. ο ιδρυτής 2. αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει 3. στον πληθ. οἱ καταβολεῑς υπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα προς το κράτος χρέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ < καταβάλλω «ιδρύω, καταβάλλω χρήματα» +… … Dictionary of Greek
καταβολεῖς — καταβολεύς founder masc acc pl καταβολεύς founder masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβολῆς — καταβολεύς founder masc nom pl καταβολεύς founder masc nom/voc pl καταβολή throwing down fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβολεῖ — καταβολεύς founder masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβολᾶς — καταβολεύς founder masc acc pl καταβολή throwing down fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
καταβολῇ — καταβολῆι , καταβολεύς founder masc dat sg (epic ionic) καταβολή throwing down fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)